- αξιομνημόνευτος
- -η, -ο (AM ἀξιομνημόνευτος, -ον)ο άξιος μνείας, όποιος δεν μπορεί να μείνει απαρατήρητος, ο σημαντικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀξιομνημόνευτος — worthy of mention masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αξιομνημόνευτος — η, ο άξιος να μνημονεύεται, σημαντικός: Η 28η Οκτωβρίου 1940 είναι χρονολογία αξιομνημόνευτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀξιομνημόνευτον — ἀξιομνημόνευτος worthy of mention masc/fem acc sg ἀξιομνημόνευτος worthy of mention neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιομνημονευτότερος — ἀξιομνημόνευτος worthy of mention masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιομνημονεύτου — ἀξιομνημόνευτος worthy of mention masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιομνημονεύτους — ἀξιομνημόνευτος worthy of mention masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιομνημονεύτων — ἀξιομνημόνευτος worthy of mention masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιομνημονεύτῳ — ἀξιομνημόνευτος worthy of mention masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιομνημόνευτα — ἀξιομνημόνευτος worthy of mention neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιομνημόνευτοι — ἀξιομνημόνευτος worthy of mention masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)